ἀτταγᾶς

ἀτταγᾶς
ἀτταγᾶς, -ᾱ
Grammatical information: m.
Meaning: `francolin, Tetrao francolinus' (Ar.). S. Thompson Birds s. v.
Other forms: ἀτταγήν, -ῆνος (Arist.), the scientific form; also ἀτταγῆς, -έος (Opp.)
Derivatives: ἀτταγηνάριον (Gramm.), ταγηνάριον (Suid.); ταγήν = ἀτταγήν (Suid.). Fish name ἀτταγῖνος (Dorio ap. Ath., ms. -εινός), after the colour? (Strömberg Fischnamen 120, but s. Lacroix, Ant, Class. 6, 1937, 295).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: On the formation Schwyzer 461 and 487, Chantr. Form. 31 and 167; Björck Alpha impurum 63 und 272; Strömberg Wortstudien 45; also Hubschmid, Thesaurus 2, 119. - Unexplained; Ael. N. A. 4, 42 calls it onomatopoetic, after the cry. It could be a substr. word (suffix -ην). - Cf. ἀτταβυγάς εἶδος ὀρνέου H..
Page in Frisk: 1,182

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • ἀτταγᾶς — francolin nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτταγᾶ — ἀτταγᾶς francolin gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • атак — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. греч. 1) ἀτταγής, ἀτταγᾶς рябчик; или 2) ἀττάκης,… …   Словарь церковнославянского языка

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… …   Dictionary of Greek

  • βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο …   Dictionary of Greek

  • νουμήνιος — (numenius arquata). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Σκολοπακιδών της τάξης των χαραδριομόρφων. Φτάνει σε συνολικό μήκος 70 εκ. με άνοιγμα πτερύγων 1,20 μ.· είναι προικισμένο με λεπτό και κυρτό προς τα κάτω ράμφος, μήκους περίπου 18 εκ. Το… …   Dictionary of Greek

  • πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”